- θάρρους
- θάρσοςcourageneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρέιν, Στίβεν — (Stephen Crane, Νιούαρκ, Νιου Τζέρσεϊ 1871 – Μπάντενβαϊλερ 1900). Αμερικανός συγγραφέας. Ανήκει στη γενιά του πρώιμου νατουραλισμού, που αναπτύχθηκε στην Αμερική ως επίγονος του γαλλικού νατουραλισμού και της βιομηχανικής αναταραχής την τελευταία … Dictionary of Greek
ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… … Dictionary of Greek
αθαρρεψιά — η [αθάρρευτος] έλλειψη θάρρους, ατολμία, δειλία … Dictionary of Greek
αθαρσής — ἀθαρσής, ές (Α) 1. αυτός που έχασε το θάρρος του, που πτοήθηκε, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθαρσές έλλειψη θάρρους, δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θάρσος. ΠΑΡ. αθαρσέω] … Dictionary of Greek
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] … Dictionary of Greek
ανανδρία — η (Α ἀνανδρία και εία) 1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία 2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους νεοελλ. άνανδρη, δειλή συμπεριφορά αρχ. 1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα 2. (για… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
αποθάρρυνση — η 1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση 2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη] … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek